Ιστορία Ησαΐα

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΣΑΪΑ ΜΑΣ…

Υπήρξαν και άλλοι Ιεράρχες που πίστεψαν στο όραμα της Φιλικής Εταιρείας, και μάλιστα αγωνίστηκαν για να έρθει η πολυπόθητη λευτεριά. Όμως, κανείς τους δεν θα φτάσει το μεγαλείο του Ησαΐα , του πρώτου και μόνου Δεσπότη που πολέμησε στην πρώτη γραμμή και έπεσε «αγναντεύοντας τις Θερμοπύλες», που άλλοτε φύλαγε ο Λεωνίδας και τώρα ο Διάκος.
Ο Ησαΐας γεννήθηκε στη Δεσφίνα το 1779. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στα Σάλωνα και στη συνέχεια στο μοναστήρι της Δεσφίνας, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, στο οποίο εκάρη μοναχός. Συνέχισε τις σπουδές του στα Γιάννενα και στην Πόλη. Επιστρέφει στη Δεσφίνα ως ιερέας πια. Αναλαμβάνει το δεσποτικό θρόνο των Σαλώνων χωρίς κομπασμούς και έπαρση. Στη θέση αυτή ήταν σωστός, ακέραιος και ιδιαίτερα φιλάνθρωπος. Η προσωπικότητά του μεγάλη, οι γνώσεις του πάρα πολλές. Η ακτινοβολία του ξεπερνά τα στενά όρια της περιφέρειάς του και απλώνεται μακριά. Αγάπησε το λαό του και αγαπήθηκε απ’ αυτόν πάρα πολύ. Νιώθει, ωστόσο, ότι δεν είναι ώρα για τυμπανοκρουσίες αλλά ότι έχει έρθει η ώρα να φορτωθεί το βαρύ σταυρό για να αντεπεξέλθει στις μεγάλες ευθύνες του που είναι οι θρησκευτικές, οι εθνικές και οι κοινωνικές. Ο καινούργιος Δεσπότης μιλούσε κάθε Κυριακή στον λαό του για την αγάπη, για την ελπίδα στο Θεό, για την παρηγοριά που έπρεπε να ζητάνε από την Παναγία και το Χριστό. Δεν χρειαζόταν να πει πολλά για την ελεημοσύνη, την αλληλοβοήθεια, για την αγάπη προς τον συνάνθρωπό του, γιατί το παράδειγμά του μιλούσε περισσότερο. Έφτασε στο σημείο να δανείζεται προκειμένου να βοηθήσει τους δεινοπαθούντες και γι’ αυτό, όταν πέθανε, βρέθηκε χρεωμένος.
Έναν τέτοιο Ιεράρχη , Έλληνα, Ορθόδοξο ήταν αδύνατο να τον αφήσει η Φιλική Εταιρεία αμύητο. Έτσι, το 1818 μυήθηκε στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Όλοι οι πράκτορες της Φιλικής Εταιρείας σ’ αυτόν απευθύνονταν και απ’ αυτόν ξεκινούσαν όλες οι οδηγίες προς τους Προκρίτους και τους οπλαρχηγούς των γύρω περιοχών, της Λαμίας, του Λιδωρικίου, της Αταλάντης, της Λιβαδειάς κ.α. Διατηρούσε ταυτόχρονα αλληλογραφία με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Για να επιτευχθεί ο ιερός αυτός σκοπός, όμως, δεν αρκούσαν μόνο λόγια και ενθουσιασμοί.
Χρειάζονταν πολεμοφόδια, οπλισμός και τόσα άλλα. Γι’ αυτό καλεί τους προύχοντες της περιοχής να διαθέσουν, και πρώτος αυτός με το παράδειγμά του, ό,τι μπορούσαν. Συγκέντρωσαν χρήματα και μ’ αυτά γέμισαν τις γύρω από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία σπηλιές με πολεμοφόδια, όπως μολύβι, χαρτί, ακόμα και πετσιά φερμένα απ’ την Ουγγαρία για τα τσαρούχια των αυριανών στρατιωτών.
Στις αρχές του 1821, έπειτα από πρόσκληση του Πατριάρχη, μεταβαίνει στην Πόλη, όπου ο Πατριάρχης τού αναθέτει το έργο της κήρυξης της Επανάστασης στην περιοχή του. Γίνεται διαγγελέας του μηνύματος του ξεσηκωμού, φέρνοντας ο ίδιος από την Πόλη συγκριμένες γραπτές εντολές για να αποδεικνύουν την υπευθυνότητα των πράξεών τους και για να τις διαβιβάσουν στους άλλους ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας.
Στις 11 Μαρτίου μεταβαίνει με πλοιάριο στην παραλία της Αντίκυρας κι από κει στον Όσιο Λουκά, για να συναντήσει τον Αθανάσιο Διάκο, ώστε να προετοιμάσουν από κοινού την εξέγερση στη Βοιωτία. Στο γυναικωνίτη της εκκλησίας το ίδιο βράδυ άκουσαν από το στόμα του Ησαΐα το μεγάλο μήνυμα. Τότε κι εκεί γίνεται σύνθημά τους το «Ελευθερία ή Θάνατος».
Επιστρέφει κατόπιν στην Άμφισσα και αρχίζει νέο κύκλο επαφών με τους Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα, Σκαλτσοδήμο και τους Γαλαξιδιώτες καπεταναίους, για να προετοιμάσει την Επανάσταση στη Φωκίδα.
Στις 23 Μαρτίου 1821, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, άναψε μια μεγάλη φωτιά (φρυκτωρία) στη θέση «Προφήτης Δανιήλ» της Δεσφίνας για να ειδοποιηθεί απέναντί η Πελοπόννησος ότι η Ρούμελη είναι έτοιμη για τον αγώνα. Το σημείο αυτό ήταν το πλέον κατάλληλο καθώς πλησίαζε περισσότερο στον Κορινθιακό κόλπο κι επίσης Τούρκοι στρατιώτες δεν έμεναν εκείνο τον καιρό στη Δεσφίνα, εκτός από μεταβατικά αποσπάσματα για το χαράτσι ή για το πλιατσικολόγημα. Ο Ησαΐας ήταν εκείνος που υπέδειξε την περιοχή καθώς τη γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή. Την ημέρα της φωτιάς ο Τούρκος αστυνομικός, Χασάν, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός επιχείρησε να τους προδώσει. Όμως σκόνταψε πάνω στους επαναστάτες και τον σκότωσαν αμέσως. Οι Τούρκοι ανταπέδωσαν το χτύπημα αργότερα, περίπου στην ίδια
τοποθεσία, στη θέση Μνήματα. Πλήρωσε δηλαδή η Δεσφίνα με μια μαζική ανθρωποσφαγή την πρώτη της επαναστατική ενέργεια.
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 27 Μαρτίου 1821, επιστρέφει στη Μονή του Οσίου Λουκά, όπου τελεί την τελευταία του λειτουργία. Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο Δεσπότης ντυμένος ακόμα τα άμφιά του, βγήκε στο προαύλιο και έψαλε το «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου» Κρατούσε στο ένα χέρι του την πατερίτσα του και στο άλλο μια πρόχειρη σημαία που είχε στη μέση ένα σταυρό. Όλοι οι παρευρισκόμενοι πέρασαν και φίλησαν το χέρι του Δεσπότη τους. Μετά τη δοξολογία ο Ησαΐας σηκώνει πρώτος το φλάμπουρο της λευτεριάς. Πιστός στο μεγάλο ιδανικό του Έθνους, την Ελευθερία, απεκδύεται τα άμφιά του, που τα παραδίνει στον ηγούμενο, ζώνεται τα άρματα και φεύγει, ως απλός αγωνιστής πια, για τα Σάλωνα που ήδη είχαν ξεσηκωθεί. Το απόγευμα φτάνει στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία από το οποίο ξεκίνησε ο γέρο- Πανουργιάς για να απελευθερώσει τα Σάλωνα και να κλείσει τους Τούρκους στο Κάστρο. Ακούραστος όπως ήταν ξεκινάει για τη Λιβαδειά όπου τον περίμεναν οι Ιεράρχες του Ταλαντίου και των Αθηνών. Επιστρέφει στα Σάλωνα για να ευλογήσει τις μέχρι τώρα επιτυχίες και για να συσκεφτούν για το πώς θα αντιμετωπίσουν τη μεγάλη στρατιά των Τούρκων που έστελνε ο σουλτάνος.
Το κεφάλαιο «Ησαΐας» κλείνει στις 23 Απριλίου 1821 στο γιοφύρι της Αλαμάνας, απ’ όπου έμελλε να περάσουν 8.000 στρατός πεζικό και 800 ιππείς υπό την ηγεσία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ. Εκεί μαζί με το Διάκο, τον Πανουργιά, το Δυοβουνιώτη και άλλα άξια παλικάρια, βρίσκεται και ο Ησαΐας μας, που βρίσκει τραγικό θάνατο. Παρά την προσπάθεια του εφόρου του στρατού, Μαρκόπουλου, που κοντοστάθηκε για να τον βοηθήσει, ο ίδιος ο Ησαΐας τον παρακάλεσε να τον αφήσει και να φύγει, λέγοντάς του τη χαρακτηριστική φράση: «Σώσον τον εαυτόν σου ως χρησιμότερον» και αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά τη μεγάλη του πίστη στον Αγώνα. Το κεφάλι του Ησαΐα καρφωμένο πάνω σε ένα παλούκι, αποτέλεσε μαζί με άλλα 79 κεφάλια Ελλήνων το τρόπαιο που συνόδευε το λαβωμένο Διάκο στη Λαμία και στη συνέχεια στο σουβλί. Η τελευταία του κουβέντα; Μα ποια άλλη;
«Παναγιά μου, σώσον τουλάχιστον την Πατρίδα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου